- ερμηνεία
- η (AM ἑρμηνεία) [ερμηνεύς]1. εξήγηση, διασαφήνιση, αποσαφήνιση σκοτεινής ή διφορούμενης έννοιας2. μετάφραση κειμένου3. μεταγλώττιση από μια γλώσσα σε άλλη4. (νομ.) η επιστημονική εργασία που γίνεται για να διαγνωστεί η αληθινή βούληση τού νομοθέτη, με παραβολή και σύγκριση προς την όλη νομοθεσία και νομολογία5. (νομ.) «αυθεντική ερμηνεία» — η διασαφήνιση τής έννοιας παλαιότερου νόμου με νεώτερο νομοθέτημα6. ορθή κατανόηση και απόδοση μουσικού ή θεατρικού έργουαρχ.1. ικανότητα ή δύναμη στην έκφραση2. δεξιότητα, κομψότητα στον γραπτό λόγο, το συγγραφικό τάλαντο («αἱ πλατωνικαί ἑρμηνεῑαι» — κομψότητες στη διατύπωση)3. (ειδ. για φυσικά φαινόμενα) η εκδήλωση.
Dictionary of Greek. 2013.